ψίδι

ψίδι
και αψίδι, το, Ν
το πρόσθιο επάνω μέρος τού παπουτσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ἁψίς, -ῖδος «θηλιά, τόξο, καμάρα»
Ο τ. ψίδι με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψίδι — το το μπροστινό και πάνω μέρος του παπουτσιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιδιάζω — Ν [ψίδι] τοποθετώ ψίδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”